Πλέον, δεν μπορούμε να σκεφτούμε την καθημερινότητά μας χωρίς τη χρήση ενός συστήματος πλοήγησης και η εξάρτησή μας από αυτό είναι μεγάλη.
Όπως είναι γνωστό, ένα σύστημα πλοήγησης εξαρτάται από τα δεδομένα που λαμβάνει από δορυφόρους, με τους τελευταίους να είναι περισσότερο από απαραίτητοι για τη λειτουργία του.
Το «GPS» («Global Positioning System»), όπως είναι γνωστό γενικά, το θεωρούμε δεδομένο και ίσως να μην μπορούμε να κάνουμε χωρίς αυτό.
Ωστόσο, Αυστραλοί ερευνητές ανέπτυξαν ένα νέο σύστημα πλοήγησης που φιλοδοξεί να το ξεπεράσει ως τεχνολογία. Πρόκειται για το «Ironstone Opal» το οποίο εξέλιξαν οι άνθρωποι της εταιρείας Q-CTRL.

Αυτό δεν απαιτεί δορυφορικό σήμα και υποστήριξη για τη λειτουργία του αλλά η λειτουργία του βασίζεται στα λεγόμενο «κβαντικά μαγνητόμετρα» τα οποία μετρούν της μαγνητικές ανωμαλίες της Γης.
Σύμφωνα με τις πρώτες δοκιμές, το «Ironstone Opal» επιτυγχάνει ακρίβεια εντοπισμού θέσης έως και 50 φορές μεγαλύτερη από αυτήν της κλασικής τεχνολογίας GPS.

Αντί για ραδιοσήματα, το νέο σύστημα αξιοποιεί τα μαγνητικά πεδία. Τα εξαιρετικά ευαίσθητα κβαντικά μαγνητόμετρα καταγράφουν μικροσκοπικές μεταβολές στο φυσικό μαγνητικό πεδίο του πλανήτη μας.
Σύμφωνα με την αυστραλιανή εταιρεία, τα δεδομένα συγκρίνονται με λεπτομερείς μαγνητικούς χάρτες, ενώ ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης επεξεργάζεται τις πληροφορίες, διορθώνοντας αυτόματα τυχόν παρεμβολές ή αποκλίσεις.
Όπως ανακοινώθηκε, καθώς το Ironstone Opal λειτουργεί χωρίς να εξαρτάται από σήματα που προέρχονται από εξωτερική πηγή, δεν επηρεάζεται από τυπικές παρεμβολές, όπως ατμοσφαιρικές διαταραχές ή κυβερνοεπιθέσεις.

Τα κβαντικά μαγνητόμετρα καταγράφουν διαρκώς το τοπικό μαγνητικό πεδίο και χρησιμοποιούν εξελιγμένους αλγορίθμους για την καταστολή θορύβου και την αυτόματη αντιστοίχιση με τους χάρτες.
Το αποτέλεσμα είναι ένα σύστημα πλοήγησης που παρέχει ακριβή δεδομένα θέσης ακόμα και μέσα σε πόλεις, σήραγγες ή κλειστούς χώρους. Επιπλέον, επειδή δεν εκπέμπει ενεργά σήματα, είναι πιο δύσκολο να εντοπιστεί.
Η υψηλή ακρίβεια του «Ironstone Opal» επιβεβαιώθηκε έπειτα από πολλές δοκιμές με drones, αεροσκάφη και οχήματα εδάφους. Ιδίως σε περιβάλλοντα όπου τα δορυφορικά συστήματα δυσκολεύονται, η νέα τεχνολογία προσέφερε σταθερή και αξιόπιστη πλοήγηση.
Ωστόσο, παρά την επιτευχθείσα πρόοδο, η εν λόγω τεχνολογία αντιμετωπίζει φυσικούς περιορισμούς. Προς το παρόν, οι μαγνητικοί χάρτες υψηλής ανάλυσης καλύπτουν μόνο επιλεγμένες γεωγραφικές περιοχές, γεγονός που μειώνει τη μεγάλη ακρίβεια σε λιγότερο χαρτογραφημένα σημεία.

Επιπλέον, το μαγνητικό πεδίο της Γης είναι δυναμικό και υπόκειται σε μεταβολές λόγω φυσικών φαινομένων, όπως οι γεωμαγνητικές καταιγίδες, κάτι που απαιτεί διαρκείς ενημερώσεις των δεδομένων.
Επίσης, η κατασκευή και η βαθμονόμηση των κβαντικών μαγνητομέτρων παραμένει μια πολύπλοκη και δαπανηρή διαδικασία.
Τέλος, το «Ironstone Opal» προορίζεται επί του παρόντος κυρίως για εξειδικευμένες ή υψηλής ασφάλειας εφαρμογές. Ωστόσο, κάποιες εταιρείες ήδη έχουν αρχίσει να εξελίσσουν μικρότερους και πιο ανθεκτικούς αισθητήρες για μαζική, εμπορική χρήση.
Πηγή: newsauto.gr