Ψυχεδέλεια, μαζί με επιρροές από Jethro Tull και Stephen Stills
Ακόμη και οι πιο πιστοί των Midlake το είχαν πάρει απόφαση: το τέταρτο άλμπουμ τους, το “Antiphon”, που κυκλοφόρησε πριν από εννέα χρόνια, θα ήταν το τελευταίο τους. Η μπάντα από το Τέξας είχε σιωπήσει, τα μέλη της κυκλοφόρησαν σόλο κομμάτια κι ο Eric Pulido έφτιαξε το indie supergroup BNQT, στο οποίο συμμετείχαν οι Jesse Chandler, Joey McClellan και McKenzie Smith από τους Midlake, χωρίς ωστόσο να είναι οι Midlake. H συνεργασία με τον Fran Healy των Travis μού φαινόταν φυσική· με τον Alex Kapranos των Franz Ferdinand λιγότερο – αν και αμφότερα τα σκωτσέζικα συγκροτήματα ανταποκρίνονταν κατά κάποιον τρόπο στις αναζητήσεις των Midlake.
Όλο αυτόν τον καιρό, ιδιαίτερα το δεύτερο άλμπουμ τους, το “The Trials of Van Occupanther” και το single “Roscoe”, είχαν μείνει αξέχαστα. Τον περασμένο Μάρτιο, οι Midlake επέστρεψαν με ένα καινούργιο άλμπουμ, το “For the Sake of Bethel Woods” – το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ηχογραφήθηκε στη διάρκεια της πανδημίας – που γιορτάζει το τέλος μιας διάλυσης και την αρχή μιας επανσύνδεσης· για όλους μας ίσως. Ο τίτλος αναφέρεται στον τόπο του φεστιβάλ του Γούντστοκ· με αυτή την αναφορά, οι Midlake μεταφέρονται από τον ψυχεδελικό ήχο της Δυτικής Ακτής σε κάτι που μου φαίνεται πιο εκλεκτικιστικό και που περιλαμβάνει από prog μέχρι funk groove· μελωδίες φλάουτου και κλαρινέτου, κιθάρες που μου θυμίζουν, ίσως αδικαιολόγητα, το “Sophtware Slump” των Grandaddy. (Πάντως, κάπου διάβασα για μια τέτοια συσχέτιση· δεν θυμάμαι πού.) Στο “For the Sake of Bethel Woods”, το κάθε κομμάτι έχει ξεχωριστό χαρακτήρα και διαφορετικές προτεραιότητες στα όργανα: στο “Glistening” κυριαρχεί η κιθάρα, στο “Brethel Woods” τα ντραμς· το “Gone” ακούγεται prog, το “Feast of Carrion” ακούγεται βγαλμένο από το “Μanassas” του Stephen Stills. Είναι αδύνατο να αποφύγουμε τις αναμνήσεις· όλα έχουν ειπωθεί· μερικά είναι αξεπέραστα, μόνο να τα θυμάται μπορεί κανείς.
Οι Midlake ξεκίνησαν από το Denton του Τέξας, μια πόλη που σε πρώτη ματιά φαίνεται κάπως generic, έχει όμως μακρά μουσική παράδοση: στο Denton γεννήθηκε ο Roy Orbison, o Meat Loaf, o Pat Boone, o Don Henley, o Sly Stone, η Nora Jones (όχι με αυτή τη χρονολογική σειρά). Το 1999, όταν οι Midlake δημιουργήθηκαν ως κουιντέτο, οι περισσότερες μπάντες της πόλης μετακόμιζαν στο Όστιν (αυτό έκαναν οι Riverboat Gamblers και οι Boxcar Bandits: το Όστιν υπερηφανεύεται πως είναι «η μουσική πρωτεύουσα του κόσμου») αλλά το Denton και η ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή του Ντάλας-Φορτ Γουέρθ είχε απαλλαγεί προ πολλού από το στίγμα της σαπουνόπερας.
Πρωτοείδα τους Midlake στο Bataclan το 2010. Τότε δεν είχε αποχωρήσει ακόμα ο τραγουδιστής, κιθαρίστας και βασικός συνθέτης Tim Smith· όταν αποχώρησε ο Smith, το κενό συμπλήρωσε ο κιθαρίστας Eric Pulido και οι τζαζ αναζητήσεις της αρχικής σύνθεσης – Tim Smith (φωνητικά, κιθάρες, πλήκτρα), McKenzie Smith (τύμπανα), Paul Alexander (μπάσο), Eric Nichelson (κιθάρα) και Evan Jacobs (πλήκτρα) – εξελίχθηκαν και απέκτησαν πλήθος καινούργιες επιρροές. Ενώ τα πρώτα χρόνια οι Midlake ακούγονταν λίγο σαν τον Herbie Hancock, στη συνέχεια έγινε σαφής η επιρροή των Jethro Tull (που είναι εντονότερη σ’ αυτό το τελευταίο άλμπουμ), των Radiohead και της Björk. Αν και για μια στιγμή μας είχε φανεί ότι κινούνταν προς ένα lo-φi indie στιλ που ταίριαζε στα φεστιβάλ των Inrockuptibles (αλλά όχι σε εμένα, το άλμπουμ του 2006 “The Trials of Van Occupanther” έδειξε ότι οι Τεξανοί δεν έπεφταν στην παγίδα του εύκολου ροκ με κιθάρες χωρίς σύνθεση και με λίγο woke που χρειάζεται για το σουξέ. Οι κιθάρες στο “The Trials of Van Occupanther” θύμιζαν τους Fleetwood Mac της σύντομης εποχής του Bob Welch, ενώ το “Courage of Others”, εμπνευσμένο από βρετανικές prog-folk μπάντες όπως τους Pentangle και τους Fairport Convention, είχε εξώφυλλο αφιερωμένο στον «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι. Πόσο περίεργο και πόσο ενδιαφέρον, πόσο τζεθροταλικό με έναν υπέροχο τρόπο.
Πηγή: athensvoice.gr