Το «Goodbye June», εμπνευσμένο από το θάνατο της μητέρας της σταρ, είναι υπέροχα ακατέργαστο, συγκινητικό κι αστείο.
Πολλοί ενδεχομένως, είναι αυτοί που θα σκεφτούν ότι μια ταινία σε σκηνοθεσία της Κέιτ Γουίνσλετ, σε σενάριο που έγραψε ο γιος της όταν ήταν 19 ετών, έχει σχεδόν μηδενικές πιθανότητες να είναι καλή. Ωστόσο, τα Χριστούγεννα είναι η εποχή των θαυμάτων και το Goodbye June, στο οποίο πρωταγωνιστεί και η Γουίνσλετ, με σενάριο του Τζο Άντερς, του γιου της, τον οποίο έχει αποκτήσει με τον Άγγλο σκηνοθέτη Σαμ Μέντες, είναι ένα μικρό χριστουγεννιάτικο θαύμα.
«Είναι μια υπέροχα ακατέργαστη, συγκινητική και αστεία ταινία για τις διαμάχες μεταξύ αδελφών και τις οικογενειακές απογοητεύσεις, γεμάτη καυστικό χιούμορ, παρατηρήσεις με λεπτομέρεια, θορυβώδη παιδιά, τσιτωμένα νεύρα και αστεία με κλανιές από τις μασχάλες» σχολιάζει ο Tom Shone στους Times.
«Με λίγα λόγια, μια τέλεια ταινία για να δείτε με την οικογένειά σας καθώς σκέφτεστε τις επερχόμενες γιορτές».
Η Γουίνσλετ υποδύεται τη Τζούλια, ένα από τα τέσσερα αδέλφια, ενώ τα άλλα είναι: η Μόλι (Άντρια Ράιζμπορο), που αγωνίζεται να μεγαλώσει τα τέσσερα παιδιά της σε ένα βιολογικό, χωρίς τοξίνες περιβάλλον, η Έλεν (Τόνι Κολέτ), μια χίπισσα της νέας εποχής που λατρεύει τους κρυστάλλους, και ο ευαίσθητος Κόνορ (Τζόνι Φλιν), που φοράει πουλόβερ της ανθρωπιστικής βοήθειας Oxfam, τα οποία μοιάζουν να έχουν μείνει από τη δεκαετία του ’90 και ο οποίος είναι ο κύριος φροντιστής της ηλικιωμένης μητέρας τους, Τζούν (Έλεν Μίρεν).
Όταν η Τζούν διαγιγνώσκεται με καρκίνο σε τελικό στάδιο, αυτή η διαλυμένη οικογένεια πρέπει να θάψει τις διαφορές της και να ενωθεί όσο καλύτερα μπορεί. «Προηγμένη φροντίδα;» λέει η Μόλι όταν βρίσκεται μπροστά σε δύο χαμογελαστές νοσοκόμες παρηγορητικής φροντίδας που φορούν υπερβολικά χαρούμενα χριστουγεννιάτικα πουλόβερ. «Σε τι θα βοηθήσει;».
Η απάντηση της Τζούλια είναι ακόμα πιο συνοπτική. «Δεν θα πω στην Έλεν ότι η μαμά πεθαίνει».
Με την πρώτη ματιά, νομίζεις ότι η ταινία είναι ένα τυπικό μελόδραμα που θα σε κάνει να κλάψεις, αλλά το σενάριο δεν έχει τίποτα το τυπικό.
Ο Άντερς άρχισε να το γράφει όταν ήταν μόλις 19 ετών και σπούδαζε στην Εθνική Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης, κάτι που είναι πραγματικά εκπληκτικό: το σενάριο έχει όλη τη σοφία και την περίπλοκη ιδιαιτερότητα ενός συγγραφέα τριπλάσιου της ηλικίας του.
Έχει εκπληκτικό αυτί και μάτι για τις ρωγμές της δυσαρέσκειας που διαπερνούν την οικογενειακή ζωή και τα συναισθήματα που δημιουργούν απόσταση. Η Μόλι και η Τζούλια δεν έχουν μιλήσει εδώ και χρόνια και πρέπει να συντονίσουν ένα πρόγραμμα επισκέψεων που να μην τις φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο.
Υπάρχει επίσης μια κρυφή ένταση μεταξύ του Κόνορ και του φαινομενικά άχρηστου πατέρα των αδελφών (Τίμοθι Σπολ), ο οποίος εκμεταλλεύεται τη διάγνωση της Τζούν για να κάνει κακόγουστα αστεία, να πίνει μπύρα και να βλέπει ποδόσφαιρο στο δωμάτιο του νοσοκομείου της Τζούν. «Δεν υπάρχει καλύτερος συνδυασμός από μια πίντα Γκίνες και τσιπς με γεύση χοιρινό», δηλώνει με αυταρχικό ύφος.
Όλα αυτά ακούγονται απολύτως αληθινά, όπως και το γεγονός ότι η ετοιμοθάνατη Τζούν είναι η πιο ήρεμη από όλους αυτούς τους πληγωμένους ανθρώπους που διαπληκτίζονται. «Δεν σε πειράζει που πεθαίνω, έτσι;» ρωτάει τη Τζούλια ήρεμα, σε κάποιο σημείο, σαν να την αφήνει στην απ’ έξω ή να φεύγει από ένα πάρτι πολύ νωρίς.
«Όλα αυτά δεν έχουν σημασία», λέει η νοσοκόμα Άντζελ (Φισάιο Ακινάδε) για τις διαμάχες τους, σε σύγκριση με το «να φροντίσουμε οι άνθρωποι να αποχαιρετήσουν ο ένας τον άλλο όπως πρέπει».
«Μήπως η ταινία χαρίζει ένα υπερβολικά πολύ καλό αντίο στη Τζούν;» αναρωτιέται ο Tom Shone. «Πιθανώς» συνεχίζει. «Οι άνθρωποι σπάνια πεθαίνουν σε μια βολική στιγμή, αλλά ενώ εσύ είσαι έξω για να αγοράσεις τροφή για τη γάτα. Η Τζούν έχει μια ολοκληρωμένη σκηνή αποχαιρετισμού και μια παράσταση με θέμα τη Γέννηση. Ωστόσο το σενάριο έχει μια εξαιρετική ικανότητα να ξεκλειδώνει τα συναισθήματα».
Πηγή: ogdoo.gr

