«Δεν με νοιάζει αν θα με θυμούνται, αυτό που θέλω είναι να θυμούνται τον σεβασμό που οφείλουμε στα ζώα».
Το νέο ντοκιμαντέρ των Αλέν Μπερλινέρ και Ελορά Θεβενέτ επιχειρεί μια βαθιά «κατάδυση» στη ζωή -ή μάλλον στις πολλές ζωές- της άλλοτε ιέρειας του γαλλικού σινεμά, που πλέον έχει αφιερωθεί παθιασμένα στην προστασία των ζώων.
«Δεν με νοιάζει αν θα με θυμούνται, αυτό που θέλω είναι να θυμούνται τον σεβασμό που οφείλουμε στα ζώα», ακούγεται να λέει με τη χαρακτηριστική φωνή της η Μπριζίτ Μπαρντό στην εισαγωγή του ντοκιμαντέρ «Bardot», που κυκλοφόρησε στις αίθουσες την Τετάρτη 3 Οκτωβρίου. Ένα έργο-διαθήκη, στο οποίο η Μπαρντό δέχεται να αποκαλύψει τμήματα του εαυτού της που μέχρι τώρα έμεναν κρυφά.
«Είναι η Μπριζίτ όπως δεν την έχουμε ξανακούσει», σημειώνει η Ελορά Θεβενέτ.
Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει άγνωστο οπτικοακουστικό υλικό από την παιδική ηλικία της, δείχνοντας πώς το κορίτσι με τα γυαλιά, τα σιδεράκια και την κακή επίδοση στο σχολείο, μετατράπηκε σε παγκόσμιο σύμβολο του σεξ και κεντρικό πρόσωπο μιας νέας, απελευθερωμένης εποχής.
Μεγαλωμένη σε μια αυστηρή, αστική οικογένεια, η νεαρή Μπαρντό ασχολείται αρχικά με το μπαλέτο. Όμως σύντομα το σινεμά την κατακτά και όλα αλλάζουν όταν γνωρίζει τον Ροζέ Βαντίμ.
«Όταν παντρεύτηκα τον Βαντίμ, δεν είχαμε ούτε ένα φράγκο», θυμάται. Με μικρούς ρόλους προσπαθεί να σταθεί, μέχρι που έρχεται η ταινία «Και ο Θεός… έπλασε τη γυναίκα». Η ταινία την απογειώνει μέσα σε μια νύχτα… και παράλληλα την παγιδεύει.
«Αυτό ήταν η αρχή του τέλους της ζωής μου. Έγινα η ίδια η φυλακή μου», λέει σήμερα.
Παρά το γεγονός ότι έγινε σύμβολο ελευθερίας και πρωτοπόρος μιας νέας μορφής φεμινισμού, η ίδια ένιωθε φυλακισμένη.
«Η ζωή μου μοιάζει με μια μεγάλη φυλακή. Ευχάριστη… αλλά φυλακή», λέει η νεαρή Μπαρντό σε πλάνα της εποχής. Οι σκηνοθέτες δείχνουν την ανελέητη καταδίωξή της από φωτογράφους και την παραβίαση κάθε προσωπικού χώρου.
Το αποκορύφωμα έρχεται με την εγκυμοσύνη της. Εγκλωβισμένη στο σπίτι της για να ξεφύγει από τον Τύπο, αναγκάζεται τελικά να γεννήσει στο σπίτι. «Ήταν απάνθρωπο. Φέρθηκαν βάρβαρα», θυμάται.
Το παιδί, μάλιστα, δεν το ήθελε. Έπειτα από δύο βίαιες διακοπές κύησης, καμία κλινική δεν δεχόταν να τη βοηθήσει, καθώς πλέον ήταν διεθνής σταρ. «Είναι φρίκη να υποχρεώνουν τις γυναίκες να κρατήσουν παιδιά που δεν τα θέλουν», εξομολογείται.
Ο γάμος της με τον Ζακ Σαρριέ παρουσιάζεται ως λαμπερός, όμως σύμφωνα με μαρτυρίες υπήρχε και ενδοοικογενειακή βία.
Η πίεση της δημοσιότητας την οδηγεί σε προσωπικά αδιέξοδα: «Η δόξα είναι υπέροχη και αφόρητη ταυτόχρονα», λέει.
Οι απόπειρες αυτοκτονίας της, οκτώ ή εννέα όπως αναφέρει ο βιογράφος της, ήταν «πάντα σοβαρές».
Το ντοκιμαντέρ αναδεικνύει και την τρυφερή πλευρά των σχέσεων της Μπαρντό με τις γυναίκες που τη στήριξαν: την Όλγκα Χόρστιγκ, τη μακιγιέζ της, τη Χριστίν Γκουζ-Ρενάλ και άλλες. «Τις λάτρευα όλες», λέει.
Ακόμη και όταν ανακαλύπτει το ήρεμο Σαιν-Τροπέ, γρήγορα γίνεται και πάλι θήραμα των φωτογράφων. «Με κυνηγούσαν, με ταπείνωναν, με πρόδιδαν», εξομολογείται.
«Πλέον δεν θέλω να δω κανέναν. Φοβάμαι όλο και περισσότερο τους ανθρώπους. Είμαι στην ψυχή μου πιο πολύ ζώο, παρά άνθρωπος».
Ήδη από το 1962, η Μπαρντό ξεκινά έναν αδιάκοπο αγώνα για τα δικαιώματα των ζώων, τον οποίο συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Ένας αγώνας που της χάρισε σεβασμό, αλλά και αντιδράσεις, ακόμα και καταδίκες για δηλώσεις της που θεωρήθηκαν υποκινητικές, σύμφωνα με το BFMTV.
Το ντοκιμαντέρ κλείνει με τα λόγια της: «Γεννήθηκα ελεύθερη και θα πεθάνω ελεύθερη. Δεν μετανιώνω για τίποτα».
Πηγή: ogdoo.gr

