Μια βραδιά όπου η ιστορία των Portishead ζωντάνεψε ξανά.
Φρεαττύδα, Ιούλιος 1998. Το Rockwave Festival δεν έχει ακόμα ταυτίσει το όνομά του με το δάσος της Μαλακάσας και μονοπωλεί πρωτοπορώντας με όλη την ορμή της νιότης του, στη ροκ και εναλλακτική φεστιβαλική ζωή της χώρας. Το εισιτήριο εκείνης της Τετάρτης 16 Ιουλίου γράφει με μεγάλα γράμματα το όνομα των Portishead. Από κάτω συναντάμε εκείνα των Spiritualized, Active Member, Κωνσταντίνου Βήτα και Ψόφιων Κοριών. Στα εισιτήρια της προηγούμενης ημέρας πρωταγανιστούν οι Blur, σ’ εκείνα της επόμενης οι Pulp. Όλα αυτά τα εισιτήρια έχουν πια αξία συλλεκτική. Οι μνήμες από τις βραδιές στην οποία έδιναν είσοδο, αξία ανυπολόγιστη.
Λυκαβηττός, Ιούλιος 2025. Η ίδια σκηνή στην οποία πριν από δυο μήνες οι Spiritualized εκπλήρωσαν, με το όποιο αποτέλεσμα, τα απωθημένα που τους αναλογούσαν, περιμένει την φωνή-σύμβολο των headliners εκείνης της Τετάρτης του 1998. Ο Bill Ryder-Jones των The Coral με μια κιθάρα και έναν τσελίστα, τη ζεσταίνει σε απευθείας σύνδεση με τους πιο εσωτερικούς του διαδρόμους, σχεδόν αμίλητος εκτός από τις στιγμές που τραγουδάει, σχεδόν ακούνητος εκτός από τις κιθαριστικές κινήσεις. Εκπροσωπεί στο έπακρο το περιθώριο της αναγνώρισης το οποίο υπηρέτησε ακούσια ή εκούσια. Και αν ακούσεις προσεκτικά, αυτό είναι είναι ένα απόλυτα ταιριαστό encore για την Μπεθ Γκίμπονς και όχι απλώς ένα μουσικό φόντο για την ανοικονόμητη ουρά για μπίρες. Η μοίρα του είναι να ξεχαστεί αμέσως μόλις συμβεί αυτό για το οποίο έχουν έρθει όλες και όλοι. Κι εκείνος, με κάποιον δικό του τρόπο, μετατρέπει τη συνθήκη αυτή σε τέχνη.
Και έπειτα συμβαίνει, συμβαίνει αυτό για το οποίο έχουν έρθει όλες και όλοι. Τα φώτα χαμηλώνουν, η εναρκτήρια ατμόσφαιρα του “Tell Me Who You Are Today” ξεχύνεται από τα όργανα και η Μπεθ Γκίμπονς βρίσκεται στη σκηνή. Συμβαίνει πράγματι. Κάτω στην πόλη.
Καθώς το “Burden of Life” γεμίζει τον αέρα και τον ουρανό του Λυκαβηττού, μόνος με τις σκέψεις και τα συναισθήματα που σου γεννάει αυτό που ακούς και βλέπεις, μόνος σου μέσα σε 3.000 θεατές, σκέφτεσαι ότι είναι κι αυτή μια από τις μεγάλες μαγικές ιδιότητες της φωνής της. Να παίρνει από πάνω σου το βάρος της ζωής που συμβαίνει, που σου συνέβη και σήμερα, αυτό το βράδυ που ανηφόρισες μέχρι εδώ μέσα στη ζέστη, θυμίζοντάς σου την ίδια στιγμή την ύπαρξη του, το βάρος φεύγει γιατί θυμάσαι ότι υπάρχει, θυμάσαι ότι είσαι ζωντανός. Το σκέφτεσαι αυτό μόνος σου, ίσως να το σκέφτεται και κάποιος άλλος δίπλα σου κι εκείνος μόνος του.
Γιατί αυτό το βράδυ ταξιδεύουμε όλοι μόνοι μας αλλά ταξιδεύουμε μαζί τυχαίοι ή μη συνοδοιπόροι σε αυτό το μαγικό ταξίδι της Μπεθ Γκίμπονς και της μαγικής μπάντας της, μέσα από θάλασσες, δάση και αστέρια, ό,τι μυρίζει και φαντάζεται ο καθένας βουτώντας στα κύματα αυτών των ενορχηστρώσεων κι αυτής της φωνής. Επιπλέουμε στη στιγμή του μαγικού “Floating on a Moment”, αφηνόμαστε σε ταξίδια στον χρόνο καθώς το “Rewind” δίνει τη θέση του στο “Mysteries”, από τη συνεργασία της Γκίμπονς με τον Rustin Man και το σπουδαίο “Out of Season” του 2002. Βουτιά βαθιά σε μια απολαυστική, ακόμα πιο βαθιά και τόσο πλούσια ενορχήστρωση και ανάδυση σε μια στεριά που το εξαιρετικό περσινό album “Lives Outgrown” ξεδιπλώνει τη δυναμική, το οπλοστάσιο και την αξία του σε όλο τους το μεγαλείο. “Lost Changes”, “Oceans”, “Beyond The Sun”, “Whispering Love”. Όλα εκεί που πρέπει, όλα όπως πρέπει. Οι καλύτερες στιγμές ενός άλμπουμ που αποδεικνύει περίτρανα ότι αυτό το αιώνια νεαρό και εύθραυστο μαγικό στοιχείο τραγουδάει μόνο όταν έχει κάτι να πει κι ίσως για αυτό κάθε τέτοια φορά μας λιώνει σε κομμάτια.
Η Μπεθ Γκίμπονς λάμπει πάνω στη σκηνή με έναν πρωτόγνωρο τρόπο, μέσα από τις σκιές των εξαιρετικών φωτισμών που χαϊδεύουν τα πάντα εκτός από το πρόσωπό της. Ποιο πρόσωπο χρειάζεται φως όταν ντύνει μια τέτοια φωνή; Αφήνει κατά μέρος την εγγενή σκηνική συστολή της για μερικά απροσδόκητα ευχαριστώ (σε αναμενόμενα άπταιστα αγγλικά και μη αναμενόμενα ακαταμάχητα σπασμένα ελληνικά). Ούτε μία, ούτε δύο, αλλά τρεις-τέσσερις φορές χαιρετάει και ευχαριστεί το ελληνικό κοινό, κάθε φορά και πιο ένθερμα από την προηγούμενη. Συναισθάνεται τη σημασία και το συναισθηματικό βάρος της περίστασης για το μεγαλύτερο μέρος της μερίδας του κοινού. Κι εκείνο της το επιστρέφει γεμάτο ευγνωμοσύνη με μια από τις πιο «κόσμιες» εμφανίσεις του, χωρίς πολλά πολλά κινητά, χωρίς φλυαρία και «πίρι πίρι» στα πηγαδάκια για άσχετα θέματα, με άφθονο σεβασμό, σχεδόν αφοσίωση για αυτό που συμβαίνει επί σκηνής. Είναι μια από εκείνες τις σπάνιες βραδιές που μια συναυλία μετατρέπεται σε μια παράξενη, ιδιοσυγκρασιακή εκκλησία, για όλους τους σωστούς λόγους. Είναι μια από αυτές τις σπάνιες βραδιές που δεν χρειάζεται να καταγραφούν στο εφήμερο των social media, για να κάνει το ότι ήμασταν εκεί να αξίζει.
Ακόμα και στην κυριολεκτικά μοναδική στιγμή του encore, όταν και η Μπεθ Γκίμπονς γίνεται μια μαύρη σκιά κόντρα σε μπλε φως, όλα θυμίζουν και μυρίζουν “Dummy” και Αύγουστο του 1994. Και οι πρώτες ανεξίτηλες αρμονικές του “Roads” σκάνε σαν κομψά πυροτεχνήματα. Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή κατά την οποία πολλά κινητά πέφτουν στον πειρασμό να απαθανατίσουν, τίποτα δεν είναι αρκετά ενοχλητικό για να ενοχλήσει το τόσο προσωπικό αλλά ταυτόχρονα συλλογικό βίωμα που ξεκινάει και τελειώνει με αυτή τη φωνή, αυτούς τους στίχους σε αυτούς τους δρόμους. Καθώς παίρνει τη σκυτάλη το “Glorybox” και η ιστορία των Portishead ξαναζωντανεύει, καθώς οι μνήμες της τελευταίας αθωότητας ξυπνούν και εκρήγνυνται μυστικά και ήσυχα μέσα στις ψυχές των θεατών, το νιώθουμε όλοι. Όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά. Έχουμε έρθει μέχρι εδώ για τον ίδιο, κατάδικό μας, λόγο. (Σχεδόν) τριάντα χρόνια περιμέναμε για αυτή τη βραδιά, ακόμα και όσοι μπουσουλούσαν ή και δεν είχαν ίσως γεννηθεί όταν ξεκίνησε αυτή η αναμονή. Ιδανικότερη αυλαία για οποιοδήποτε συναυλιακό καλοκαίρι δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Μπεθ σ’ ευχαριστούμε. Όρθιοι, διαλυμένοι και ξανά -χάρη σε βραδιές σαν αυτή- όρθιοι (Κείμενο: Τάνια Σκραπαλιώρη).
Πηγή: athensvoice.gr