Με τις 11 γενιές του Civic, η Honda μας έχει δείξει την πολυφωνία της σε επίπεδο αισθητικής και όχι μόνο, παρουσιάζοντας πάντα ένα εξαιρετικό σύνολο.
Διαχρονικά, η Honda στην κατηγορία του Civic κάνει τα πράγματα αλλιώς σε σχέση με τον ανταγωνισμό και πάντα ότι παρουσιάζει, συζητιέται για πολύ καιρό.
Μπορεί να μένει μέσα «στο φάκελο» της κατηγορίας αλλά πάντα «τραβάει» ορισμένες ακμές και τις φτάνει σε ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο από ότι οι υπόλοιποι ανταγωνιστές. Αυτό είναι που κάνει τη Honda να ξεχωρίζει και κοιτώντας τις προηγούμενες 10 γενιές του μοντέλου (είμαστε πλέον αισίως στην 11η), σε κάθε μια ξεχωριστά βρίσκουμε κάτι που σήμερα θα ονομαζόταν USP από το τμήμα marketing της εταιρείας.
Στην προκειμένη περίπτωση, μετά το σχεδιαστικό «άλμα» του προηγούμενου Civic, που μπορεί αρχικά να δίχασε αλλά εν τέλει δικαίωσε την ιαπωνική εταιρεία για τις επιλογές της, το νέο μοντέλο έχει μια πιο «ήπια» προσέγγιση. Λείπουν οι αισθητικές ακροβασίες του προκατόχου του και αυτό που βλέπεις μπροστά σου, είναι η αποτύπωση του χαρακτήρα του αυτοκινήτου. Ταυτόχρονα και σε αντίθεση με το προηγούμενο, τώρα το ότι έχεις να κάνεις με ένα εξαιρετικό αυτοκίνητο, έστω και της μεγαλύτερης κατηγορίας (D), το βλέπεις από την πρώτη στιγμή και δε χρειάζεται να περιμένεις να το οδηγήσεις.
Στη νέα του εκδοχή, το Civic αποτελεί προφανώς εξέλιξη του προκατόχου του, έχοντας εξελίξει με πιο «ευρωπαϊκό» τρόπο τις γωνίες και τις πλευρές του. Έχει μεγαλώσει ελαφρώς -το μήκος που εμφανίζεται αυξημένο κατά 31 χιλιοστά κάτι που δε συνιστά σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με το παρελθόν- και οι επί μέρους επιλογές του σχεδιαστικού τμήματος (όπως π.χ. ο μικρότερος πίσω πρόβολος και ο μεγαλύτερος εμπρός) αναδεικνύουν την ωριμότητα του μοντέλου- που ειρήσθω εν παρόδω, έχει 50 χρόνια στο κουρμπέτι.
Σημαντική αποδεικνύεται η αύξηση του μεταξονίου κατά 35 χιλιοστά, που δίνει σημαντική «ανάσα» στους χώρους των επιβατών και όχι σε αυτόν για τις αποσκευές που παραμένει στα «νορμάλ» για την κατηγορία 410 λίτρα. «Σώζεται» από το μεγάλο άνοιγμα που ορίζει η σεβαστών διαστάσεων πίσω πόρτα που έχει κατασκευαστεί από ρητίνη για περιορισμό του βάρους (όπως και το καπό εμπρός που είναι από αλουμίνιο). Στο άνοιγμά της, αποκαλύπτεται η… διατήρηση της υφασμάτινης πτυσσόμενης εταζέρας- που δε μας γοήτευσε ούτε στην προηγούμενη γενιά του Civic.
Στο εσωτερικό ο εκσυγχρονισμός είναι ακόμα πιο έντονος, με τις οθόνες υψηλής ευκρίνειας να υπερθεματίζουν. Το κάπως ρετρό πλέγμα που διατρέχει όλο το πλάτος του ταμπλό και καμουφλάρει τους αεραγωγούς, αποτελεί μια πολύ ευχάριστη πικάντικη νότα, σε ένα καλοφτιαγμένο σύνολο που αποτελείται από ποιοτικά υλικά, χάρη στα οποία οι οπαδοί της αξιοπιστίας πανηγυρίζουν. Όπως και στις γενιές που προηγήθηκαν, αυτό που εισπράττεις μπαίνοντας στην καμπίνα, είναι αυτή η καλοδεχούμενη αίσθηση του αλεξίσφαιρου, με υλικά και συναρμογή που «δεν νιώθουν» από χρόνο και κόπωση.
Στις πιο πλούσιες εκδόσεις, υπάρχει (για πρώτη φορά μάλιστα) μια υψηλής ευκρίνειας ψηφιακή οθόνη 10,2 ιντσών σε ρόλο πίνακα οργάνων, που μπορεί να προβάλλει πάρα πολλές πληροφορίες και να προσαρμοστεί στις επιθυμίες του οδηγού. Αντίστοιχα, η οθόνη αφής των 9,0 ιντσών του συστήματος infotainment βρίσκεται ψηλά στο κέντρο του ταμπλό και συμβάλλει στην πολύ σύγχρονη εικόνα του ταμπλό.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό που έχει εξελιχθεί και παραμένει σημαντικό για το μοντέλο, είναι η εργονομία που δείχνει από το πρώτο λεπτό πως είναι προσεκτικά μελετημένη και κάνει τον οδηγό να αισθάνεται άνετος και… καλοδεχούμενος καθώς βρίσκει τα πάντα εκεί που πρέπει. Η εικόνα συμπληρώνεται από τα πολύ καλά καθίσματα που στηρίζουν πολύ σωστά τα σώματα, ενώ την ίδια στιγμή ορίζουν και μια πολύ ωραία θέση οδήγησης, «μέσα» (και όχι «πάνω) στο αυτοκίνητο.
Βέβαια, εδώ με τα νέα δεδομένα που ορίζει η υβριδική τεχνολογία, το Civic δε χρειάζεται και πολλά από το δεξί χέρι του οδηγού, μιας και η μία έκδοση κινητήρα- κιβωτίου, περιορίζει τη χαρά της «επαφής» με τον επιλογέα. Στη θέση του, οι διακόπτες για τις τυπικές επιλογές ενός αυτόματου κιβωτίου (D, P, R), με ορισμένους ακόμα που έχουν να κάνουν με το χειρόφρενο αλλά και την επιλογή του προγράμματος οδήγησης -Εco/ Νormal/ Sport και Individual- με το τελευταίο να δέχεται διαμόρφωση από τον οδηγό).
Η υβριδική μονάδα κίνησης του νέου Honda Civic, του Civic e:HEV όπως λέγεται επίσημα, εξοπλίζεται με μια νέας γενιάς μπαταρία ιόντων λιθίου με χωρητικότητα 1,05 kWh που είναι τοποθετημένη κάτω από το πίσω κάθισμα. Η μπαταρία αυτή, υποστηρίζει δύο ηλεκτροκινητήρες (ο βασικός για την κίνηση του αυτοκινήτου και ένας που λειτουργεί ως γεννήτρια) που συνδυάζονται με έναν καινούργιο ατμοσφαιρικό κινητήρα άμεσου ψεκασμού με χωρητικότητα 2,0 λίτρων, ο οποίος λειτουργεί σε κύκλο Atkinson.
Ως μέγιστη απόδοση του συστήματος λαμβάνεται η ισχύς/ροπή του ηλεκτροκινητήρα (184 ίπποι, 315 Nm) αφού δεν υπάρχει η διασταύρωση της ισχύος όπως στα άλλα κλασικά υβριδικά. Από πλευράς επιδόσεων, όπως προέκυψε από τις διαδρομές μας κατά τη διάρκεια της δοκιμής του αυτοκινήτου, δε χρειάζεται κάτι παραπάνω. Το έξυπνο υβριδικό σύστημα της Honda, είναι ίδιας λογικής με εκείνα που έχουμε δει στα Jazz και HR–V και στην πράξη, αποδεικνύεται εξαιρετικά αποδοτικό και πολιτισμένο.
Κάνει όσα υπόσχεται και χαρίζει ιδιαίτερα χαμηλές τιμές κατανάλωσης, προσφέροντας την ομαλή λειτουργία ως επιστέγασμα στην προηγμένη τεχνολογία που έχει εφαρμοστεί στο μοντέλο. Ο βενζινοκινητήρας ουσιαστικά φορτίζει την μπαταρία στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ενώ στον ανοιχτό δρόμο και με ταχύτητες από τα 90 έως τα 130 χλμ./ώρα και πάνω, δίνει απευθείας κίνηση στους εμπρός τροχούς (καθώς και σε συνθήκες υψηλού φορτίου), όπως σε ένα συμβατικό αυτοκίνητο.
Η εναλλαγή από την ηλεκτρική λειτουργία, στην υβριδική και στη «συμβατική», γίνεται πραγματικά απρόσκοπτα, χωρίς κανείς από τους επιβάτες και τον οδηγό να αισθάνονται τη στιγμή της εκάστοτε μετάβασης. Φυσικά, ο οδηγός δεν έχει κάτι να κάνει για να επηρεάσει τη συγκεκριμένη λειτουργία απλά μέσω των paddles που βρίσκονται πίσω από το τιμόνι, μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε τέσσερα επίπεδα ανάκτησης ενέργειας κατά το φρενάρισμα ή το σήκωμα του ποδιού από το γκάζι.
Η απόκριση του αυτοκινήτου στο γκάζι, είναι πολύ βελτιωμένη σε σχέση με τις τυπικές περιπτώσεις υβριδικών που έχουν κιβώτιο CVT και ιδιαίτερα στο πρόγραμμα Sport (όπου η λειτουργία του κινητήρα τονίζεται πολύ ευχάριστα με τεχνητό τρόπο από το ηχοσύστημα) το Civic εμφανίζει πολύ από τη σπιρτάδα της ξεκάθαρα πιο σπορ προηγούμενης γενιάς. Η απόδοση του κινητήρα με τη «γεμάτη» καμπύλη της ροπής, δίνει εύκολα χιλιόμετρα στο κοντέρ και το πλαίσιο ανταποκρίνεται θαυμάσια.
Ο οδηγός έχει στα χέρια του το εξαιρετικό σε αμεσότητα τιμόνι και μια δυναμική από το σύνολο που μπορεί να φτάσει τα 100 χλμ./ώρα από στάση, μόλις σε 7,8 δευτερόλεπτα- χρόνο πολύ καλό για τα δεδομένα του βάρους των 1.500+ κιλών και την τελική που περιορίζεται ηλεκτρονικά στα 180 χλμ./ώρα. Η οδήγηση του Civic σε κάθε είδους περιβάλλον, είναι μια απολαυστική εμπειρία, που συνδυάζει την τεχνολογία προς όφελος της αποδοτικότητας και την αναλογική αίσθηση του συνόλου προς τέρψιν του οδηγού.
Η ανάρτηση με τα γόνατα MacPherson εμπρός και τη διάταξη πολλαπλών συνδέσμων πίσω (όπως και στο προηγούμενο Civic) δίνει την απαραίτητη σιγουριά με «σπορ εσάνς» και πολύ καλή αίσθηση του πίσω μέρους που ακολουθεί πειθήνια την τροχιά που χαράζει οδηγός. Η ρύθμιση της ανάρτησης (και η αυξημένη κατά 22% ακαμψία του πλαισίου) ορίζει εξαιρετική άνεση για τους επιβάτες, ενώ την ίδια στιγμή οι κλίσεις του αμαξώματος στις στροφές υπό πίεση, είναι πολύ περιορισμένες.
Η πρόσφυση που προσφέρουν τα Michelin στις 18άρες -πανέμορφες- ζάντες του αυτοκινήτου που έχουμε στη διάθεσή μας, είναι εξαιρετική και δίνει τόνους αυτοπεποίθησης στον οδηγό, ο οποίος όταν κληθεί να «μαζέψει» λίγο την ταχύτητά του, θα το κάνει με ευκολία χάρη στα αεριζόμενα δισκόφρενα σε όλους τους τροχούς που μοιάζουν ακούραστα ακόμα και μετά το τέλος μιας απαιτητικής κατηφορικής διαδρομής με στροφές.
Συνολικά, εκτιμήσαμε την αρχοντιά του υβριδικού Civic που την ίδια στιγμή μπορεί και «ταΐζει» ανά πάσα στιγμή το χειριστή που έχει όρεξη για οδήγηση. Μεγάλο ατού του νέου μοντέλου, είναι ο εξαιρετικός συνδυασμός των ικανοτήτων για επιδόσεις με τη δυνατότητα για περιορισμένη κατανάλωση. Ο μέσος όρος των απαιτήσεων σε καύσιμο κατά τη διάρκεια της δοκιμής μας, ήταν το πολύ κολακευτικό 6,4 λτ./100 χλμ. το οποίο προφανώς μπορεί να συμπιεστεί ακόμα και κάτω από τα 5,5 λτ./100 χλμ. (το εργοστάσιο κάνει λόγο για 4,7 λτ./100 χλμ.) μιας και στις πρώτες μας διαδρομές, η… υπερβολή στο γκάζι ήταν δεδομένη.
Τα 108 γρ./χλμ. των εκπομπών CO2, είναι το διαβατήριο για καθημερινή πρόσβαση στο δακτύλιο και για μηδενικά τέλη κυκλοφορίας. Αντίστοιχα, το πλήρες πακέτο εξοπλισμού από τη βασική κιόλας έκδοση του μοντέλου στο οποίο περιλαμβάνεται και το πλέον ενημερωμένο Honda Sensing και το προηγμένο τεχνολογικά προφίλ του μοντέλου με το δίλιτρο VTEC μηχανικό σύνολο, μαζί με τις διαστάσεις που το τοποθετούν στην αμέσως μεγαλύτερη κατηγορία από εκείνη που ήταν μέχρι τώρα, είναι το «άλλοθι» για την τιμή που ξεκινά από τα 41+ χιλιάδες ευρώ και φτάνει στις παρυφές των 50 για την πλέον καλά εξοπλισμένη έκδοση (με την ηλεκτρική ηλιοροφή και το κορυφαίο ηχοσύστημα της Bose με τα 12 ηχεία).
Tεχνικά χαρακτηριστικά – Honda Civic e:HEV
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ: 1.993 cc, 143 PS/6.000 rpm, 186 Nm/4.500
ΗΛΕΚΤΡΟΚΙΝΗΤΗΡΑΣ: 184 PS, 315 Nm
ΚΙΒΩΤΙΟ: e-CVT ΜΟΝΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
ΜΕΤΑΔΟΣΗ: ΣΤΟΥΣ ΕΜΠΡΟΣ ΤΡΟΧΟΥΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ: ΓΟΝΑΤΑ MΑCPHERSON (Ε)/ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΣΥΝΔΕΣΜΩΝ (Π),
0-100 KM/H: 7,8”
ΤΕΛΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ: 180 km/h
ΜΕΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΔΟΚΙΜΗΣ: 6,4 lt/100 km
CO2: 108 g/km
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ (Μ/Π/Y): 4.561/1.802/1.408 mm
ΜΕΤΑΞΟΝΙΟ: 2.734 mm
ΧΩΡΟΣ ΑΠΟΣΚΕΥΩΝ: 410 lt
ΒΑΡΟΣ: 1.517 kg
ΤΙΜΗ: Από 41.500 ευρώ
Πηγή: newsauto.gr