Σε ηλικία 75 ετών.
Ο Ρόμπερτ Γκόρντον, το πιο λαμπρό σόλο αστέρι της αναβίωσης της μουσικής rockabilly στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και του ’80, πέθανε σε ηλικία 75 ετών από άγνωστη έως τώρα αιτία, όπως ανέφερε η δισκογραφική εταιρεία του τραγουδιστή, Cleopatra Records. Επίσης αναφέρθηκε ότι η οικογένεια του Gordon είχε πρόσφατα ξεκινήσει την εκστρατεία GoFundMe για να βοηθήσει στη μάχη του με την οξεία μυελογενή λευχαιμία.
Ένα τελευταίο άλμπουμ του, το Hellafied, έχει προγραμματιστεί να κυκλοφορήσει στις 25 Νοεμβρίου το οποίο ενώνει ξανά τον Γκόρντον με τον Βρετανό κιθαρίστα Κρις Σπέντινγκ, ο οποίος συνεργάστηκε με τον Γκόρντον στις πρώτες μέρες του τραγουδιστή.
Rock Billy Boogie
Ο Robert Ira Gordon γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1947, στην Bethesda, Md., και ήταν ερωτευμένος με τον ήχο του Elvis Presley κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘50. Στη συνέχεια, ο Gordon ανακάλυψε άλλους πρώιμους rockers που το στυλ τους είναι γνωστό πλέον ως rockabilly, συμπεριλαμβανομένων των Gene Vincent, Eddie Cochran και Billy Lee Riley.
Ο Γκόρντον ηχογράφησε για πρώτη φορά με ένα συγκρότημα που ονομαζόταν Confidentials στα μέσα της δεκαετίας του ’60, αλλά αργότερα είπε ότι δεν ταυτίστηκε με τη ροκ μουσική της δεκαετίας του ’60. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1970 και καθώς το πανκ-ροκ αναδύθηκε στα μέσα εκείνης της δεκαετίας, κέρδισε κάποια τοπική αναγνώριση με το συγκρότημα Tuff Darts, το οποίο ήταν δημοφιλές στο CBGB και σε άλλους τοπικούς χώρους.
Μετά από μια συνάντηση με τον παραγωγό δίσκων Richard Gottehrer, ο Gordon συνεργάστηκε με τον εκ των πρωτοπόρων κιθαρίστα του rock ‘n’ roll Link Wray του φημισμένου κομματιού “Rumble”, και άλλαξε το στυλ του που βασιζόταν πια στο πρώιμο rock ‘n’ roll που προτιμούσε, ιδιαίτερα στο rockabilly.
Ο Robert Gordon ηχογράφησε με τον Link Wray για την εταιρεία Private Stock, το σινγκλ “Red Hot”, που αρχικά είχε ηχογραφηθεί στη Sun Records από τον Riley και έφθασε στο Νο 83 στο Billboard το 1977.
Ο Gordon και ο Wray συνεργάστηκαν σ’ εκείνο το άλμπουμ με τους Fresh Fish Special προτού πάρουν χωριστούς δρόμους. Σε αυτό το άλμπουμ συμμετείχε το συγκρότημα του Έλβις Πρίσλεϊ, οι Jordanaires, και περιλάμβανε μια διασκευή του κομματιού «Fire» που έγραψε ο Μπρους Σπρίνγκστιν, στο οποίο ο Σπρίνγκστιν ήταν στα πλήκτρα. Την ίσια περίοδο μια άλλη διασκευή του Fire από τις Pointer Sisters, είχε μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία, φτάνοντας στο top 10 το 1978, ενώ η έκδοση του Gordon δεν μπήκε στο τσαρτ.
Robert Gordon feat. Link Wray – Fire
Ο Gordon υπέγραψε με την RCA Records το 1978 και κυκλοφόρησε το Rock Billy Boogie, με τον Βρετανό κιθαρίστα Chris Spedding να αντικαθιστά τον Wray. Έγινε το άλμπουμ του Gordon που έφθασε στην υψηλότερη θέση στα τσαρτ, αλλά παρόλα αυτά έχασε το top 100 του Billboard, μένοντας στο Νο106. Ο Γκόρντον ηχογράφησε άλλα δύο στούντιο άλμπουμ και ένα ζωντανό για την RCA προτού τον αποσύρει η δισκογραφική, με την διασκευή του “Someday, Someway” του Marshall Crenshaw, που γνώρισε μια σχετική επιτυχία στα τσαρτ.
Robert Gordon & Chris Spedding – The Way I Walk (Live 1980)
Τα επόμενα χρόνια, ο Gordon συνέχισε να κυκλοφορεί άλμπουμ σποραδικά και περιόδευε τακτικά, συνεργαζόμενος με τον κιθαρίστα Danny Gatton για κάποιο χρονικό διάστημα. Ο Γκόρντον επανενώθηκε επίσης με τον Spedding για μια περίοδο, αλλά ποτέ δεν πέτυχε την επιτυχία που είχε στα τέλη του 70 και αρχές 80, ακόμα και όταν από την αναβίωση του rockabilly που πυροδότησε ο ίδιος δημιούργησε πολλές μπάντες με ομοϊδεάτες του.
Πάντως αν οι Stray Cats επανέφεραν το rockabilly στυλ, ο Robert Gordon ήταν το λαμπρό αστέρι της αναβίωσης ως σόλο καλλιτέχνης.
Πηγή: ogdoo.gr