Ένα case study για το πώς παίζεται το μουσικό παιχνίδι αυτή τη στιγμή.
Tη Δευτέρα 27 Οκτωβρίου όλα τα feeds και τα stories των απανταχού κοινοτήτων που ψάχνουν διακαώς το επόμενο «ψαγμένο» λήμμα στην παγκόσμια ποπ κουλτούρα φιλοξένησαν το ίδιο teaser video. Το video clip του «Berghain», του lead single από το τέταρτο άλμπουμ της Καταλανής star Ροζαλία «LUX», ήταν παντού και μας ψάρωνε όλους με ένα κομμάτι κινηματογραφικών προδιαγραφών και μια συνταγή viral επιτυχίας με βασικό συστατικό μισή ντουζίνα κουαρτέτα εγχόρδων, την ίδια τη Ροζαλία, τα features του Yves Tumor και της Björk (ιδίως η φωνή της τελευταίας σε κομβικό γύρισμα του κομματιού να σκάει σαν από μηχανής είδωλο (και ίνδαλμα της ίδιας της Ροζαλία) ανακοινώνοντας “The only way to save us is through divine intervention” έχει μια αυταπόδεικτη σημειολογία και προστιθέμενη αξία) και φυσικά το club reference του τίτλου, απίστευτα πιασάρικο από μόνο του (κείμενο: Τάνια Σκραπαλιώρη).
Όσο μεγάλη κι αν ήταν η αναμονή του κοινού για τη νέα δουλειά της Ροζαλία, μεγάλωσε κι άλλο κι όλοι ξεκίνησαν να μιλάνε ακόμα πιο έντονα για το επόμενο αριστούργημα. Μετά από μια πενταετία σερί επιτυχιών με τη mainstream σπουδή πάνω στην παράδοση του flamenco του «El Mal Querer», το εκρηκτικό «Motomami» που μετέτρεψε το reggaeton σε πρώτη ύλη ενός υβριδικού ποπ έπους και την υπερεπιτυχημένη περιοδεία που ακολούθησε, η Ροζαλία αποφάσισε να πάρει χρόνο και να στραφεί προς τα ενδότερά της και να ανακαλέσει τις κλασσικές της σπουδές, αναζητώντας να συλλάβει και να αποτυπώσει «κάτι διαφορετικό». Η στροφή αυτή συνέπεσε με τον χωρισμό της από τον Πορτορικανό σταρ του reggaeton, Rauw Alejandro, αλλά και τη συνεργασία της με τον manager της Adele Jonathan Dickins, καθώς και το υποκριτικό της ντεμπούτο με έναν ρόλο στην τελευταία σεζόν του «Euphoria». Όλες οι ενδείξεις μιλάνε για μια προσωπική και επαγγελματική αλλαγή, μια ωρίμανση που αναμένεται να αποτυπωθεί και στο νέο της άλμπουμ.
Το «LUX» κυλοφόρησε την Παρασκευή 7 Νοεμβρίου με ένα εξώφυλλο αντάξιο των περιστάσεων, η Ροζαλία σε ρόλο κάποιας φουτουριστικής μοναχής με μια λευκή, απλή πλην haute couture εκδοχή γυναικείου ράσου και χρυσά χείλη. Ακριβώς το cover art που θα περίμενε κανείς για έναν τέτοιον δίσκο. Στα ενδότερα, τα πράγματα θα γίνουν λίγο πιο περίπλοκα.
Το άλμπουμ κινείται στον άξονα της φεμινιστικής θεολογίας, πραγματευόμενο σε μεγάλο βαθμό τη σχέση μεταξύ υλικής επιθυμίας και θείου, μέσα από ιστορίες εμπνευσμένες από βίους αγίων και εμβληματικών γυναικών σε διάφορες θρησκείες ανά τους αιώνες, από την Καρμελίτισα καλόγρια Teresa de Jesus (Teresa of Avila) μέχρι τη μεγάλη μορφή του Ταοϊσμού, Sun Bu’er. Η Ροζαλία τραγουδάει τις ιστορίες αυτές σε 13 γλώσσες, από τα ισπανικά, τα ιταλικά και τα σικελικά μέχρι τα γαλλικά, τα πορτογαλικά και τα ουκρανικά αλλά και τα αραβικά, τα ιαπωνικά και τα κινεζικά με κάθε γλώσσα να αντιστοιχεί, σε γενικές γραμμές, και σε μια διαφορετική αγία ή γυναικεία μορφή. Τραγουδάει αυτές τις ιστορίες σε αυτές τις γλώσσες μέσα από μια εν γένει οπερατική προσέγγιση, καθώς στα περισσότερα μέρη νιώθεις την ανάγκη να φανταστείς σκηνική δράση, την ανάγκη της εικόνας για να αντιληφθείς καλύτερα αυτό που ακούς.
Η φωνή της αναδεικνύεται ως το μεγαλύτερο ίσως όπλο της καθώς υποστηρίζει άψογα οποιαδήποτε μεγαλόπνοη ενορχηστρωτική ιδέα των εγνωσμένου κύρους ενορχηστρωτριών της Caroline Shaw και Αngélica Negrón και δεν καταπίνεται από το μεγαλείο της London Symphony Orchestra. Μέσα από περίτεχνες προσμίξεις και διαλόγους, η Ροζαλία τεντώνει τα latin pop ένστικτά της περισσότερο από κάθε άλλη φορά, συνεχίζοντας να δικαιώνει τον χαρακτηρισμό της κορυφαίας αταξινόμητης («atypical») pop star, αποφασισμένη ναι παραδώσει κάτι πραγματικά μεγάλο, κάτι που θα έχει εξαντλήσει σε έκταση και λεπτομέρεια την αρχική ιδέα, που θα είναι αυτό που σκέφτηκε και θέλησε να κάνει από την αρχή μέχρι το τέλος, με όποιο κόστος στην τελική αναγνώριση του προϊόντος στην αγορά του (main) streaming. Κάτι συνειδητά διαφορετικό, συνειδητά μαξιμαλιστικό, ένα «επαναστατικό» δισκογράφημα που θα καλεί σε slow listening, κόντρα στους νέους κανόνες του Tik Tok virality και του attention span. Άλλωστε όπως δήλωσε και η ίδια στους New York Times «Όσο περισσότερο βρισκόμαστε στην εποχή της ντοπαμίνης, τόσο περισσότερο εγώ θέλω το αντίθετο. Μπορεί να ζητάω πολλά, αλλά αυτό θέλω». Και κάπου εδώ ξεκινάνε κάποιες ενδιαφέρουσες αντιφάσεις.

Γιατί το «LUX» συσκευάστηκε και πλασαρίστηκε ακριβώς σύμφωνα με το πρωτόκολλο της βιομηχανίας στην οποία υποτίθεται ότι πηγαίνει κόντρα προγραμματικά, με ένα πακέτο μάρκετινγκ κομμένο και ραμμένο ακριβώς για να αποσπάσει αυτά τα τρία λεπτά προσοχής που έχει να διαθέσει το χαομένο διαδικτυακό κοινό και να το στρατεύσουν στη μάχη των εντυπώσεων. Ενώ και στο δισκογραφικό προκείμενο είναι πράγματι εντυπωσιακό πώς ένα άλμπουμ που αν μη τι άλλο θέλει τον χρόνο του, πρόλαβε να μεταβολιστεί από τους ευρύτερους μουσικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους και να ανακηρυχθεί στο επόμενο αριστούργημα που περιμένουμε σε χρόνο dt, και σε κάθε περίπτωση σημαντικά λιγότερο από όσο συμφωνούν ότι χρειάζεται ακριβώς όλοι όσοι σπεύδουν να το εγκωμιάσουν με υπερβολικό ζήλο.
Κι αν τα οξύμωρα είναι φύσει πλασμένα ως λογοτεχνικά σχήματα για να δημιουργούν, να αναδεικνύουν και να τονίζουν εντυπωσιακά και βαθύτερα νοήματα, στην περίπτωση του «LUX», το προς ανάδειξη νόημα δεν εντοπίζεται δυστυχώς στο άλμπουμ καθαυτό αλλά σε όσα συμβαίνουν γύρω από αυτό, σε μια βιομηχανία σε εντεταλμένη αποστολή για προδιαγεγραμμένους από την ίδια θριάμβους που θεώρησε ότι ερμήνευσε την περίπτωση της Ροζαλία σωστά και ότι μπορεί να εμπορευματοποιήσει εύκολα και άνετα οποιαδήποτε συνέχεια στη saga της, ακόμα και αντιστρέφοντας την παραδοσιακή ταυτότητα ενός «εμπορικού» άλμπουμ.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι το «LUX» είναι βάζο αδειανό. Η δραματουργία του άλμπουμ λειτουργεί αρκετά καλά τουλάχιστον στην αρχή, το όραμα περνάει σε αρκετές στιγμές από τις χαραμάδες που ανοίγει το ταλέντο της Ροζαλία σε ένα υπερφιλόδοξο και μάλλον υπερφορτωμένο concept, κομμάτια όπως το «Reliquia», το «Divinize» αλλά και το με στόφα hit «Dios es Un Stalker» γράφουν καλά και στηρίζουν την αποστολή χωρίς όμως να αμελούν και τις pop ανάγκες στις οποίες μοιραία απευθύνονται, η λεπτοδουλειά και το σκάψιμο φαίνονται, πολλές εκτελέσεις πολλών ιδεών είναι σε υψηλό επίπεδο, σε διάφορες στιγμές εδώ κι εκεί καταλαβαίνεις καλά τι αφύπνισε τον εικονοκλαστικό ενθουσιασμό της Madonna, η οποία έχει υπογράψει φαρδιά-πλατιά το endorsement της στη Ροζαλία στα Social Media:
«I can’t stop listening! You are a true visionary!!!».
Κι όμως κάπου το νόημα σκοντάφτει, γλιστράει και χάνεται για σημαντικά διαστήματα, κάπου η συνοχή και η οικονομία πέφτουν σε αυτοδημιούργητες παγίδες, κάπου το πράγμα δεν κυλάει όπως τουλάχιστον το διαβάζουμε στα διάφορα υμνολόγια του μουσικού τύπου. Η Ροζαλία με δύο τεράστιες, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, επιτυχίες στο ενεργητικό της, κεκτημένο status κορυφαίας star με ειδίκευση στην ποπ πρωτοπορία, τεχνογνωσία δημιουργικής και καλλιτεχνικής σύνθλιψης των mainstream συμβάσεων με mainstream τρόπο, και καμία διάθεση προς εφησυχασμό (και μπράβο της) θέλησε να το ξανακάνει (και ξαναμπράβο της). Έφτασε πολύ νωρίς, μόλις στα τριάντα της, σε ένα σημείο απ’ όπου θα μπορούσε να δοκιμάσει οποιαδήποτε ιδέα της (και ξαναμπράβο της) έχοντας το ταλέντο, την ικανότητα αλλά και τη δυνατότητα να το κάνει. Ποιος όμως μπορεί να εγγυηθεί ότι όλα αυτά υπογράφουν άνευ όρων εγγύηση για το απόλυτο; Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι οποιαδήποτε ευθεία αναλογία μεταξύ της «δυσκολίας», του «πειραματισμού», της «πολυπλοκότητας» ενός άλμπουμ και της ουσιαστικής του αξίας είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από μια επικίνδυνη υπεραπλούστευση;
«Υπάρχει μια θολή γραμμή, ένα sweet spot, μεταξύ του προσωπικού και του οικουμενικού. Του λεπτομερούς και του αφηρημένου. Του ρητού και του υπονοούμενου. Και η καλύτερη μυθοπλασία ζει ακριβώς πάνω σε εκείνη τη θολή γραμμή».
Έτσι προσπάθησε να περιγράψει η Ροζαλία στη συνέντευξή της στον Zane Lowe (μια συνέντευξη που ειρήσθω εν παρόδω, φαίνεται ότι πρέπει να έχει μελετήσει απαραιτήτως όποιος επιχειρεί να καταπιαστεί με το «LUX») την ποσόστωση του νέου της άλμπουμ. Ακούγοντάς το όμως, τουλάχιστον σε αυτές τις ακροάσεις που χωράνε σε αυτές τις πρώτες ημέρες από την κυκλοφορία του, διαφαίνεται αρκετά καθαρά η όχι και τόσο λεπτή γραμμή που χωρίζει ένα προαποφασισμένο στα γραφεία των εταιρειών «μετα-αριστούργημα» για την εποχή των μετα-social media, φτιαγμένο περισσότερο για να λειτουργήσει ως μια ολιστική μανούβρα στο μετα-μουσικό τερέν της νέας εποχής παρά για να πάρει τις μέγιστες δυνατές στροφές στα απανταχού κυριολεκτικά και μεταφορικά πικάπ, από ένα παραδοσιακό δισκογραφικό αριστούργημα, από εκείνα που δεν χρειάζεσαι καμία συνέντευξη και κανένα manual για να τα αντιληφθείς ως τέτοια, γιατί χτυπάνε κατευθείαν σ’ εκείνο το λεπτό σημείο που δεν έχει χώρο για αμφιβολίες και μπερδέματα.

Μπερδέματα όπως αυτό που έχει σηκωθεί γύρω από το αν είναι το «LUX» τελικά αφενός ο δίσκος της χρονιάς, αφετέρου το επόμενο αριστούργημα που περιμέναμε. Ένα ερώτημα που για να απαντηθεί χρειάζεται διαμεσολάβηση ειδημόνων με πολλές περισσότερες γνώσεις από τον μέσο μουσικογραφιά της εποχής και κάπως έτσι το παιχνίδι και το στοίχημα του «άμεσου συναισθήματος» που ήθελε κατά δήλωσή της να πετύχει η Ροζαλία έχει μάλλον χαθεί από τα αποδυτήρια. Αυτό που μάλλον όμως είναι ξεκάθαρο είναι ότι το «LUX» μπορεί να λειτουργήσει ως κορυφαίο case study του που βρίσκεται η βιομηχανία αυτή τη στιγμή. Του πώς πιστεύει ότι παίζει ένα παιχνίδι που έχει έτσι κι αλλιώς μάλλον ξεφύγει από τον έλεγχό της, προσπαθώντας να βρεθεί στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή για τον επόμενο μεγάλο δίσκο που όλο δεν φτάνει, προσπαθώντας να καλύψει τις ανεπάρκειές της με αυτοεκπληρούμενες προφητείες, μείγματα μάρκετινγκ και πομπώδη δελτία τύπου.
Κι αν η Ροζαλία που έχει το εγγενές ταλέντο, τη γνώση, τις χάρες, τις ικανότητες και ό,τι τελοσπάντων χρειάζεται για να μπορεί να πάρει όσες στροφές θέλει, επιπλέοντας στην ισοπεδωτική θάλασσα του «killer marketing» όπου οι αξιολογικές έννοιες αποδυναμώνονται όλο και περισσότερο δια της χρήσης τους, πρόκειται για την εξαίρεση και όχι για τον κανόνα. Το «LUX» έχει όλο το ενδιαφέρον που του αναλογεί αλλά είναι επιρρεπές στις παγίδες των υπερφουσκωμένων προσδοκιών της νέας εποχής. Και τέλος πάντων, κάποια στιγμή καλό θα είναι να συμφωνήσουμε ότι τα βιολιά δεν φέρνουν πάντα άνευ ετέρου την άνοιξη. Και ότι ένα μεγάλο σχέδιο, μια μεγάλη παραγωγή, μια μεγάλη καμπάνια, μια μεγάλη επιστροφή δεν μεταφράζονται αυτόματα σε ένα μεγάλο άλμπουμ.
Πηγή: athensvoice.gr
